νηνεμώ

νηνεμώ
(I)
(Α νηνεμῶ, -έω) [νήνεμος]
δεν διαπνέομαι, δεν πλήττομαι από άνεμο, είμαι νήνεμος, απάνεμος, απάγκιος
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) ηρεμώ, γαληνεύω
αρχ.
1. μτφ. (για έντερα) ηρεμώ, ησυχάζω
2. (το παθ.) νηνεμοῡμαι, -έομαι
(στον Ησύχ.) καθίσταμαι νήνεμος («νηνεμούμενον
καθεστάμενον ἐκ τῆς ταραχῆς, εὔδιον, ἥσυχον», Ησύχ.).
————————
(II)
νηνεμῶ, -όω (Α) [νήνεμος]
(κατά τον Ησύχ.) «νηνεμῶ».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νηνέμῳ — νήνεμος without wind masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”